Συχνές ερωτήσεις
Πότε το παιδί του Νηπιαγωγείου είναι έτοιμο για το Δημοτικό;
Για να φοιτήσει το παιδί στο Δημοτικό, θα πρέπει να είναι ώριμο γλωσσικά, γνωστικά, συναισθηματικά, κοινωνικά και ψυχοκινητικά. Γενικά, θα πρέπει να έχει επαρκή και κατανοητό λόγο με σωστή άρθρωση, καλή ακουστική και οπτική διάκριση και διαφοροποίηση, να κατέχει χωροχρονικό προσανατολισμό, αλληλουχία γεγονότων και οπτικοκινητικό συντονισμό. Να είναι προσεχτικό και συγκεντρωμένο, με καλή βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη μνήμη, να κατανοεί ό,τι ακούει, να μπορεί να αφηγηθεί και να περιγράψει κάτι, να παρατηρεί – συγκρίνει – ομαδοποιεί – κατηγοριοποιεί, να γνωρίζει βασικές και προμαθηματικές – μαθηματικές έννοιες και να επιλύει απλά πρακτικά προβλήματα. Πρέπει να έχει σωστή λαβή μολυβιού, να τηρεί πλαίσιο στη ζωγραφική, να παράγει σχήματα και να αντιγράφει γράμματα και αριθμούς. Να αυτοεξυπηρετείται, να έχει βλεμματική επαφή, να μπορεί να συνεργάζεται, να έχει αυτοπεποίθηση και καλές σχέσεις με τους άλλους.
Αν αυτά δεν ισχύουν, ίσως το παιδί δεν είναι έτοιμο για το Δημοτικό. Μια έγκυρη και έγκαιρη αξιολόγηση θα έδειχνε δυσκολίες οι οποίες, αν δεν αποκατασταθούν, πιθανό να οδηγήσουν σε σχολική αποτυχία. Η πρώιμη παρέμβαση θα προστάτευε το παιδί από πιθανές μαθησιακές δυσκολίες, με συνέπειες στην σχολική του πορεία. Κάποιες φορές μάλιστα προτείνεται και η επανάληψη του Νηπιαγωγείου, ώστε παράλληλα με ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα και καθοδήγηση των γονιών, το παιδί να ωριμάσει και να αποκτήσει τις ικανότητες και δεξιότητες που προϋποθέτουν τη σχολική επιτυχία.
Τι είναι οι μαθησιακές δυσκολίες;
Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι διαταραχές σε ψυχολογικές διαδικασίες που σχετίζονται με την κατανόηση και τη χρήση του λόγου, προφορικού ή γραπτού. Εκδηλώνονται με δυσκολία κυρίως στη σκέψη, έκφραση, κατανόηση, ανάγνωση, γραφή, ορθογραφία και μαθηματικούς υπολογισμούς (δυσλεξία, δυσαναγνωσία, δυσορθογραφία, δυσαριθμησία κ.λ.π) και συχνά συνοδεύονται από ανεπαρκή μνήμη, διάσπαση προσοχής, υπερκινητικότητα, δυσκολία στις λεπτές και αδρές κινήσεις, στο χωροχρονικό προσανατολισμό, τον οπτικοκινητικό συντονισμό και στην ακολουθία άλλων οδηγιών. Δεν σχετίζονται με νοητική καθυστέρηση, εμφανίζονται στο 15-20% των μαθητών (κυρίως στα αγόρια σε αναλογία 4:1), υπάρχει κληρονομική και νευρολογική βάση, ενώ άλλοι παράγοντες που προδιαθέτουν σε μαθησιακές δυσκολίες είναι : μια δύσκολη εγκυμοσύνη, επιπλοκές πριν- κατά- μετά τον τοκετό, χαμηλό βάρος γέννησης, προωρότητα, εγκεφαλικό τραύμα, κ.λπ.
Είναι θέμα που απασχολεί παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς. Τα παιδιά συνήθως καταλαβαίνουν τις δυσκολίες τους και την αποτυχία που ακολουθεί. Έτσι όμως απογοητεύονται, δε συνεχίζουν την προσπάθεια, χάνουν την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, αγχώνονται από την πίεση γύρω τους και ενίοτε απορρίπτονται από τους συμμαθητές τους. Γι’ αυτό είναι σημαντική η έγκαιρη διάγνωση από τους ειδικούς, ώστε η άμεση παρέμβαση να βοηθήσει το παιδί και να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του.
Τι είναι η δυσλεξία;
Η δυσλεξία είναι μια μαθησιακή δυσκολία που έχει να κάνει με διαταραχές κυρίως στην ανάγνωση και τη κατανόηση. Συχνά συνυπάρχουν δυσκολίες στη γραφή, στην ορθογραφία και στην παραγωγή γραπτού λόγου. Δεν είναι ασθένεια, δε σχετίζεται με χαμηλή νοημοσύνη, πιθανόν οφείλεται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος, μπορεί να είναι κληρονομική και δεν αφήνει το παιδί να πετύχει ένα συγκεκριμένο μαθησιακό στόχο, παρά το ότι έχει φυσιολογική νοημοσύνη και άλλα συνομήλικα παιδιά με τα ίδια εκπαιδευτικά ερεθίσματα τον πετυχαίνουν. Το παιδί με δυσλεξία συνήθως διαβάζει αργά και συλλαβιστά, άχρωμα, χωρίς να κατανοεί λεκτικά σύνολα, παρατονίζει, παραλείπει, αντιμεταθέτει, συγχύζει ή προσθέτει γράμματα ή συλλαβές. Στο γραπτό του δυσκολεύεται πολύ, αργεί, παρουσιάζει συνήθως δυσγραφία, αντιστρέφει γράμματα-αριθμούς, παρατονίζει ή αφήνει άτονες τις λέξεις, δεν αφήνει σωστά κενά ανάμεσά τους και κάνει πολλά γραμματικά και ορθογραφικά λάθη. Συνήθως έχει προβλήματα χωροχρονικού προσανατολισμού, αδύναμη μνήμη, δυσκολεύεται στην επίλυση άλλων προβλημάτων και στην εκτέλεση αριθμητικών πράξεων, αδυνατεί να προσέξει και να συγκεντρωθεί πολλή ώρα σε κάτι που κάνει, έχει φτωχό λεξιλόγιο και δυσκολεύεται να ακολουθήσει απλές οδηγίες.
Ποιος είναι ο ρόλος των γονιών απέναντι στις μαθησιακές δυσκολίες του παιδιού;
Συνήθως οι ίδιοι οι γονείς παρακολουθώντας εξελικτικά το παιδί τους εντοπίζουν πρώτοι κάποιο πρόβλημα μαθησιακό, συναισθηματικό ή συμπεριφοράς. Αν δουν ότι το παιδί, γενικά, αργεί να μιλήσει, όταν ξεκινήσει κάνει λάθη, έχει φτωχό λεξιλόγιο, δε συγκεντρώνεται, είναι αφηρημένο, παρορμητικό και απρόσεχτο, δυσκολεύεται στην αυτοεξυπηρέτησή του και στο χωροχρονικό προσανατολισμό και αργότερα στο σχολείο στην ανάγνωση και στη γραφή και ότι αργεί ή αποφεύγει να διαβάσει, καλό είναι να ζητούν βοήθεια από τους ειδικούς για να αντιμετωπιστούν αυτές οι καταστάσεις.
Νοοτροπίες όπως «και ο πατέρας του άργησε να μιλήσει», «θα μεγαλώσει και θα ξεπεράσει τις δυσκολίες», «τι θα πει ο κόσμος;» (αν προταθεί επανάληψη του Νηπιαγωγείου), και «ενώ είναι πανέξυπνο, τεμπελιάζει», δε βοηθούν καθόλου αντιθέτως αφήνουν πολύτιμο χρόνο να περνάει διαιωνίζοντας τις όποιες δυσκολίες και εδραιώνοντας τες. Άλλες φορές αφιερών, χωρίς όμως να μπορούν στην πραγματικότητα να το βοηθήσουν και με επα ουν πολύ χρόνο για να διαβάσουν μαζίκόλουθο θυμό και ένταση στις μεταξύ τους σχέσεις. Οι γονείς, πρέπει απλώς, να αποδεχθούν το γεγονός, να συνειδητοποιήσουν ότι είναι ένα συχνό φαινόμενο, να έχουν ρεαλιστικές απαιτήσεις από το παιδί και αφού ζητήσουν ενημέρωση από το δάσκαλο, εφόσον το παιδί φοιτά στο Δημοτικό, να απευθυνθούν σε κάποιο σχολικό ψυχολόγο ή ειδικό παιδαγωγό προκειμένου να γίνει διάγνωση και να ξεκινήσει παρέμβαση για τη σωστή αντιμετώπιση των δυσκολιών αυτών.
Ποια η σπουδαιότητα της έγκαιρης διάγνωσης;
Είτε μιλάμε για σχολική ετοιμότητα του παιδιού είτε για ύπαρξη μαθησιακών δυσκολιών κατά τη διάρκεια της φοίτησης, η έγκαιρη διάγνωση είναι αναγκαία. Όταν ο γονιός υποψιαστεί ότι το παιδί του δυσκολεύεται στον προφορικό ή γραπτό λόγο ή παρατηρήσει μορφές συμπεριφοράς που τον προβληματίζουν, πρέπει να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό. Μια διεπιστημονική ομάδα αποτελούμενη συνήθως από το σχολικό ψυχολόγο, τον ειδικό παιδαγωγό, το λογοθεραπευτή και τον εργοθεραπευτή θα αξιολογήσουν το παιδί και θα καταρτίσουν εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης, προσαρμοσμένο στις ανάγκες του παιδιού. Εκτός από την κλινική παρατήρηση που δίνει πολύπλευρη εικόνα του δυναμικού του παιδιού, χορηγούνται και σταθμισμένα στη χώρα μας εργαλεία, όπως το Α’ τεστ που αξιολογεί τη σχολική ετοιμότητα και το Αθηνά τεστ που διαγιγνώσκει τις μαθησιακές δυσκολίες, ενώ πολύτιμες πληροφορίες δίνει και ο εκπαιδευτικός για την παρουσία του παιδιού στο σχολικό πλαίσιο.
Ένα παιδί με αδιάγνωστες μαθησιακές δυσκολίες θα οδηγηθεί σίγουρα σε σχολική αποτυχία και θα εξελιχθεί σε έναν ενήλικα με μαθησιακές δυσκολίες σε πολλές εκφάνσεις της ζωής του. Η πρώιμη, λοιπόν, ανίχνευση, η έγκαιρη διάγνωση και οι αποτελεσματική αντιμετώπιση των όποιων δυσκολιών, από την προσχολική ακόμα ηλικία, θα απομακρύνουν το παιδί από δευτερογενή ψυχοσυναισθηματικά προβλήματα και θα το βοηθήσουν να αναπτύξει τεχνικές για να καλλιεργήσει τις δεξιότητές του και θα ενισχύσουν την αυτοπεποίθησή του.