Οι διατροφικές διαταραχές είναι νοσήματα με ευρύ φάσμα συμπτωμάτων, που έχουν σχέση όχι μόνο με τη διατροφή αλλά και με την εικόνα του ατόμου για τον εαυτό του και το σώμα του. Οι διατροφικές διαταραχές δεν αφορούν απλώς το φαγητό. Αφορούν κυρίως την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση ενός ανθρώπου και αποτελούν κίνδυνο για την υγεία.
Οι πάσχοντες νιώθουν ότι δεν έχουν τον έλεγχο της ζωής τους και ότι το μοναδικό πράγμα που μπορούν να ελέγξουν είναι το σώμα τους. Θέλουν να είναι δημοφιλείς και πιστεύουν ότι θα αρέσουν σε περισσότερους ανθρώπους αν είναι πιο αδύνατοι. Προσπαθούν να μοιάσουν σε επιτυχημένα άτομα (π.χ. στα μοντέλα που βλέπουν στα περιοδικά) και συγχέουν την αδύνατη σιλουέτα με την επιτυχία. Αρχίζουν μια δίαιτα, αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν. Μισούν το σώμα τους, γεγονός που μπορεί να οφείλεται σε κάποια εμπειρία τους, για παράδειγμα ίσως έχουν κακοποιηθεί.
Η ψυχογενής ανορεξία είναι μια σοβαρή και σε μερικές περιπτώσεις επικίνδυνη για τη ζωή κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από σημαντική μείωση της πρόσληψης τροφής. Οι πάσχοντες ασχολούνται υπερβολικά με το τι τρώνε, με τη μέτρηση των θερμίδων και αποστρέφονται καθετί παχυντικό. Έχουν διαταραγμένη εικόνα του σχήματος και βάρους του σώματος τους και, έστω και αν είναι ήδη υπερβολικά αδύνατοι, επιμένουν ότι πρέπει να χάσουν ακόμα «λίγα κιλά» για να δείχνουν εντάξει.
Η ψυχογενής ανορεξία μπορεί να παρουσιαστεί σε άτομα οποιασδήποτε κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, συχνότερα δε αναπτύσσεται σε κορίτσια που ασχολούνται με τη γυμναστική και το μπαλέτο, δραστηριότητες που απαιτούν λεπτό σώμα.
Η ψυχογενής βουλιμία είναι εξίσου σοβαρή διαταραχή. Όσοι υποφέρουν από αυτή συνήθως διατηρούν ένα σταθερό βάρος, γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε αν κάποιος είναι βουλιμικός. Ωστόσο, κι αυτοί σκέφτονται διαρκώς το φαγητό και τις θερμίδες και χρησιμοποιούν το φαγητό για να αντιμετωπίσουν τα οδυνηρά τους συναισθήματα.
Οι βουλιμικοί «καταβροχθίζουν» μεγάλες ποσότητες φαγητού συνήθως πλούσιες θερμιδικά όταν νιώθουν στενοχωρημένοι ή αγχωμένοι. Όσο το επεισόδιο είναι σε εξέλιξη νιώθουν ότι είναι αδύνατο να σταματήσουν το φαγητό (απώλεια αυτοελέγχου). Στη συνέχεια, κυριεύονται από συναισθήματα ενοχών, και προκειμένου να αποτρέψουν την αύξηση του βάρους και να αυτοτιμωρηθούν ξεκινούν μέτρα αντιμετώπισης όπως νηστεία, εντατική γυμναστική, προκλητός εμετός, χρήση διουρητικών και καθαρτικών φαρμάκων, τα οποία συνήθως προσπαθούν να τα κρατήσουν κρυφά.
Η νόσος παρατηρείται συχνότερα σε νεαρές γυναίκες φυσιολογικού βάρους, ή ελαφρά υπέρβαρες, στους εφήβους σε συχνότητα 2 – 4% και συνυπάρχει σε μεγάλο βαθμό με κατάθλιψη.
Η επεισοδιακή πολυφαγία είναι ένα είδος παχυσαρκίας που χαρακτηρίζεται από επεισόδια ανεξέλεγκτης και παρορμητικής υπερφαγίας, πέραν του σημείου να αισθανθεί κάποιος «ικανοποιητικά χορτάτος». Όχι σπάνια, τα επεισόδια αυτά συνοδεύονται από ενοχές και δυσαρέσκεια για το γεγονός. Στην επεισοδιακή πολυφαγία δεν υπάρχουν επεισόδια προκλητού εμετού. Υπάρχουν όμως περίοδοι επαναλαμβανόμενων διαιτών, για αυτό και σε κάποιες περιπτώσεις το βάρος των πασχόντων μπορεί να παρουσιάζει υπερβολικές διακυμάνσεις.
Συνήθως τα επεισόδια εμφανίζονται μετά από μια περίοδο αυστηρής δίαιτας, που μόλις τελειώσει δίνει τη θέση της στην πολυφαγία. Συνήθη αίτια είναι το άγχος, η ανησυχία για την πορεία μιας σχέσης, τα οικογενειακά προβλήματα, η κατάθλιψη, η ανία και οι ψυχολογικές μεταπτώσεις που συνδέονται με αρνητική–καταθλιπτική διάθεση.
Η αντιμετώπιση των διαταραχών διατροφής είναι δύσκολη, απαιτεί προσέγγιση του προβλήματος από ειδικούς (ομάδα γιατρών, ψυχολόγων και διαιτολόγων) και συνίσταται σε τακτικό ιατρικό έλεγχο, πιθανή φαρμακευτική αγωγή, διατροφική εκπαίδευση, συνειδητοποίηση των αιτίων και των ψυχολογικών μηχανισμών, τροποποίηση της συμπεριφοράς και ενδυνάμωση του ασθενούς μέσω ψυχολογικής θεραπείας. Όταν η εξωνοσοκομειακή αντιμετώπιση αποτύχει, ή η κατάσταση θρέψης του ασθενούς απειλεί τη ζωή του (στην περίπτωση της ψυχογενούς ανορεξίας) ενδείκνυται η εισαγωγή στο νοσοκομείο. Τα άτομα που εκδηλώνουν διατροφικές διαταραχές πρέπει να ζητήσουν εξειδικευμένη επαγγελματική βοήθεια. Όσο πιο σύντομα αναζητήσουν τη θεραπεία, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες για σωματική και ψυχική ανάρρωση.